“Οι τρεις Ιεράρχες ομιλούν περί κοινωνικής δικαιοσύνης”
“Οι τρεις Ιεράρχες ομιλούν περί κοινωνικής δικαιοσύνης” [1]
π. Θωμά Δ. Ανδρέου
Γενικά περί κοινωνικής δικαιοσύνης
Αναζητώντας τον ορισμό της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα από τον ωκεανό του διαδικτύου, με εντυπωσίασαν τα χιλιάδες αποτελέσματα της μηχανής αναζητήσεως του γνωστού Google μέσα από τα οποία ο καλόπιστος ερευνητής μπορεί να μελετήσει ενδελεχώς τις απόψεις εκατοντάδων πιθανών και χιλιάδων ανθρώπων που με την κριτική τους σκέψη αναλύουν το θέμα. Βέβαια, με μια απλή λέξη, η κοινωνική δικαιοσύνη ταυτίζεται με αυτή της ισότητας.
Ταυτόχρονα, θέλησα να πληροφορηθώ από μια άλλη πιο συγκεκριμένη ‘’μηχανή’’ αναζήτησης και πάλι σε ηλεκτρονική μορφή, τον αριθμό επανάληψης του όρου δικαιοσύνη, μέσα στην Αγία Γραφή. Έτσι, εμφανίζεται ο όρος σε 246 εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης και 87 εδάφια στην Καινή Διαθήκη. Η απόλυτη έννοια της δικαιοσύνης, είναι ο ίδιος ο Θεός, μιας και αυτή αποτελεί μία από τις ιδιότητες Του. Θέλησα λοιπόν επιγραμματικά πρώτα και μέσα από αυτήν την σύντομη αναζήτηση, να παραθέσω την αντίληψη της έννοιας δικαιοσύνη μέσα από την ανθρώπινη λογική αλλά και από την Θεϊκή Σοφία η οποία εκφράζεται στην Αγία Γραφή.
Η κοινωνική δικαιοσύνη, διερμηνεύτηκε με πολλούς τρόπους στις πολιτισμένες κοινωνίες. Πάραυτα όμως, θλιβερή διαπίστωση αποτελεί το γεγονός, πως ακόμα και σήμερα η έννοια παραμένει ως αξίωμα χωρίς εφαρμογή! Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα: γιατί η κοινωνική δικαιοσύνη δεν εφαρμόζεται στην κοινωνία των ανθρώπων; Στο ερώτημα αυτό, απαντούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος, διακατέχεται από την πλεονεξία την μόνη έννοια που μπορεί να καταλύσει την δικαιοσύνη.
Η πρώτιστη λοιπόν διαφορά που δημιουργεί η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης στην ανθρώπινη κοινωνία, είναι η κοινωνική ανισότητα μεταξύ πλουσίων και πτωχών. Ο Θεός, δημιούργησε άνθρωπο. Ο άνθρωπος δημιούργησε τον πλούτο και την φτώχεια! Ο Θεός χάρισε την ελευθερία στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος όμως, θέλησε και κατάφερε να την υφαρπάξει από τον συνάνθρωπο του. Ας δούμε όμως, την έκφραση της Πατερικής σκέψεως σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και τις επιμέρους αυτής έννοιες.
Η αντίληψις των Καππαδόκων Πατέρων περί της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η αντίθετη έννοια της δικαιοσύνης, είναι η αδικία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, χαρακτηρίζουν την αδικία ως εκτροπή από την φυσική τάξη την οποίαν όρισε ο ίδιος ο Θεός. Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη, πριν θέσω υπ’ όψιν σας τις πολύτιμες σκέψεις των Αγίων Πατέρων στο διαχρονικό αυτό πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, να μοιραστώ μαζί σας έναν προβληματισμό που πιθανόν μας τέθηκε – ίσως αιφνιδιάζοντας μας- από ανθρώπους που θέλησαν να τον εκφράσουν σε εμάς, ζητώντας μιαν κάποιαν απάντηση. Ίσως λοιπόν, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το ερώτημα, γιατί ο Θεός επί παραδείγματι, επιτρέπει να πεθαίνουν παιδιά από την πείνα στις χώρες του τρίτου κόσμου κατά το δη λεγόμενον. Ωραίο αυτό το ερώτημα! Γιατί ο Θεός επιτρέπει… Με πόση ευκολία οι άνθρωποι, χρεώνουμε στο Θεό ότι τελικά εμείς επιτρέπουμε…
Η Αφρικανική Ήπειρος, επί της οποίας υπάρχει έντονο το φαινόμενο του υποσιτισμού, είναι μία από τις πλουσιότερες Ηπείρους του πλανήτη μας. Πράγματι, είναι τραγική ειρωνεία να υπάρχει έλλειψη σε τροφή εκεί όπου πατούν επάνω σε πολύτιμους λίθους. Είναι τραγική ειρωνεία να πάσχουν από έλλειψη καθαρού πόσιμου νερού, όταν άφθονο ρέει το πετρέλαιο που οι άνθρωποι εξονόμασαν ως ‘’ μαύρο χρυσό’’ και το οποίον αποτελεί έναν από τους οικονομικούς ρυθμιστάς της παγκοσμίου οικονομίας!
Το ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να τεθεί είναι αυτό: επιτρέπει ο Θεός ή οι άνθρωποι, να διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος πως από το 1436 ακόμα[2], σημειώνονται οι πρώτες αποικιστικές εξορμήσεις με τα επακόλουθα αποτελέσματα των εμφυλίων πολέμων και αναταραχών! Ξεκάθαρα λοιπόν εμφαίνεται ότι ο πλούτος, αυτή η δωρεά και ταυτόχρονη κατάρα για τον άνθρωπο που δεν μπορεί από την πλεονεξία του να τον διαχειριστεί, είναι μάλλον η πρώτιστη αιτία ώστε η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, να αποτελεί την ευχετική επιθυμία που δεν μπορεί να καταστεί πραγματικότητα.
«Η φτώχεια και ο πλούτος, η ελευθερία και η δουλεία και όλα τα παρόμοια, ενέσκυψαν στο ανθρώπινο γένος κατόπιν, σαν άλλες κοινές αρρώστιες… Εσύ όμως να βλέπεις την πρώτη ισότητα και όχι την κατοπινή διαίρεση. Όχι το νόμο του ισχυρού, αλλά το νόμου του Κτίστη»[3] διασαλπίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζοντας τον πλούτο ως « αιτία πολέμου και υπεροψίας’’.[4] Μία λοιπόν από τις επιμέρους παραμέτρους της διασαλεύσεως της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι και αυτή της αποστέρησης της ελευθερίας του ανθρώπου και η απαξία της ανθρώπινης ζωής ως αυτή συνεπάγεται των πολέμων που οι άνθρωποι δημιουργούν μεταξύ τους.
Η κοινωνική ταξική διαίρεση, αποτέλεσμα της ανθρώπινης πλεονεξίας, καταγγέλλεται με τρόπο μοναδικό από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, με την λακωνική του φράση : «Δεινόν πένεσθαι, χείρον δ’ ευπορείν κακώς» [5], δηλαδή είναι φοβερή η φτώχεια, φοβερότερο όμως είναι να πλουτής άδικα!
Μέσα από τα έργα του Αγίου Γρηγορίου, ξεχωρίζουν τα θεολογικά του ποιήματα. Εκεί, στο ‘’Κατά πλουτούντων’’, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Θεολόγος, στιγματίζει την πλεονεξία των ανθρώπων που πλουτίζουν εις βάρος των άλλων. Χαρακτηρίζει την φιλοχρηματία ως ‘’νόσον του πλουτείν’’, αναφέροντας πως, ‘’τέτοια είναι η ασθένεια του πλούτου. Δεν έχει όρια στην επιθυμία του περισσοτέρου. Ζητεί να ξεδιψάσει πίνοντας αδιάκοπα.[6]
Που όμως οφείλεται αυτή η πλεονεξία; Στην παντελή έλλειψη αγάπης του ενός για τον άλλον. Στην απαξία του προσώπου που γίνεται αριθμός. Στο αδιαμφισβήτητο γεγονός δημιουργίας του προσωπικού μικρόκοσμου, εντός του οποίου δεν χωρά κανείς άλλος εκτός από αυτόν που τον δημιουργεί. Δημιουργός λοιπόν της κοινωνικής αδικίας πλέον, δεν μπορεί να είναι ο Θεός, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος.
Οι πατέρες της Εκκλησίας όμως , δεν ομιλούν εκ του ασφαλούς περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Συμπάσχουν με τον πάσχοντα άνθρωπο και για τον λόγο αυτό, αφιερώνονται στην διακονία του προσώπου του ανθρώπου. Ξεπερνούν τον εαυτό τους εφαρμόζοντας αυτό που ο Απόστολος Ιάκωβος διακηρύσσει: ‘’Αν ένας αδελφός ή μια αδελφή είναι γυμνοί και τους λείπει η καθημερινή τροφή και τους πει κάποιος από εσάς: «Πηγαίνετε με ειρήνη, να θερμαίνεστε και να χορταίνετε», αλλά δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, τι το όφελος; Έτσι και η πίστη, αν δεν έχει έργα, είναι νεκρή από μόνη της. Αλλά κάποιος θα πει: «Εσύ έχεις πίστη, κι εγώ έχω έργα». Δείξε μου την πίστη σου χωρίς τα έργα, κι εγώ θα σου δείξω από τα έργα μου την πίστη’’.[7]
Ο δεύτερος της ιεραρχικής τριάδος των μεγάλων αυτών Πατέρων της Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος, κάνει ένα ακόμη μεγαλύτερο βήμα εφαρμογής της ευαγγελικής αγάπης με την δημιουργία της περίφημης ‘’Βασιλειάδος’’, ενός προτύπου όχι μόνον για την εποχή του κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα αλλά ακόμα και για την δική μας ιδρύματος, μέσα στο οποίον συνυπήρχαν σε λειτουργία νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο ακόμα και ξενώνας μέσα στον οποίον έβρισκαν στέγη και τροφή πάσχοντες άνθρωποι, πτωχοί και ξένοι. Είναι αξιοσημείωτο ασφαλώς, πως αυτό το πρότυπο φιλανθρωπικό ίδρυμα που λειτουργούσε υπό το άγρυπνον βλέμμα του Μεγάλου Βασιλείου είχε εκατοντάδες ανθρώπους οι οποίοι εμπνέονταν από την ασκητική του φυσιογνωμία και συμμεριζόμενοι το πάθος του για την εξάλειψη της κοινωνικής ανισότητας προσέφεραν εθελοντικά την διακονία τους εμφορούμενοι από τον ίδιον ζήλο από τον οποίον πρώτος εμφορείτο ο Μέγας Βασίλειος. Έτσι, ‘’τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου’’. [8]
Ο Μέγας Βασίλειος, ρωτά και ταυτόχρονα απαντά: ‘’Τις εστίν ο πλεονέκτης; Ο μη εμμένων τη αυταρκεία. Τις σ’ εστίν ο αποστερητής; Ο αφαιρούμενος τα εκάστου. Συ δε ου πλεονέκτης; Συ δε ουκ αποστερητής , α προς οικονομίαν εδέξω , ταύτα ίδια σεαυτού ποιούμενος; … του πεινώντος εστίν ο άρτος ον συ κατέχεις. Του γυμνητεύοντος το ιμάτιον, ον συ φυλάσσεις εν αποθήκαις. Του ανυποδήτου το υπόδημα, ο παρά σοι κατασήπεται…’’ [9].
Η έμπρακτη έκφραση της αγάπης για τον άνθρωπο, ως αύτη πραγματώνεται μέσα από την ιδέα της κοινής απόλαυσης των αγαθών που ο Θεός χάρισε στους ανθρώπους και όχι στον άνθρωπο, δεν παραμένει ως μια ιδεώδης περιγραφή αλλά λαμβάνει υποστατική θέση στην ζωή της Εκκλησίας από την στιγμή της εμφάνισης της στον κόσμο. Το ίδιο το ευαγγέλιο, είναι το θεμέλιο μιας κοινωνικής δικαιοσύνης για έναν κόσμο καλύτερο μέσα στον οποίον χωρούν όλοι και δεν περισσεύει κανείς! Σημειωτέον δε, πως έπρεπε να περάσουν αρκετοί αιώνες, ώστε η θεωρία της κατάλυσης των κοινωνικών τάξεων να πολιτικοποιηθεί μέσα από την Μαρξιστική θεώρηση πολιτικής προσέγγισης της ιδέας μιας κομμουνιστικής κοινωνίας έτσι ως παραδίδεται σήμερον, σύστημα το οποίον πρωτίστως απέτυχε παταγωδώς πρωτίστως στην χώρα όπου γεννήθηκε…
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και μάλιστα οι τρείς από τους οποίους σήμερα παίρνουμε την αφορμή ώστε να αναπτύξουμε τις δικές τους απόψεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο ώστε να μην παραμείνει ως μια ιδέα, αλλά να εφαρμοστεί στην καθημερινότητα τους. Έδωσαν οι ίδιοι υπόσταση στην θεωρία! Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και οι τρεις κατάγονταν από αρκετά εύπορες οικογένειες.
Οι γονείς του Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγόριος και Νόννα ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες[10]. Στην περίπτωση του Μεγάλου Βασιλείου, οι γονείς του Βασίλειος και Εμμέλεια υπήρξε ο μεν πρώτος διδάσκαλος της Ρητορικής η δε μητέρα του απόγονος οικογενείας Ρωμαίων αξιωματούχων[11]. Το ίδιο και ο Ιερός Χρυσόστομος, γιός του Στρατηγού Σεκούνδου και της Ανθούσας που επίσης καταγόταν από εύπορη οικογένεια[12]. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η μόρφωση που έλαβαν και οι τρείς από νεαράς ηλικίας κοντά σε φημισμένες σχολές και διδασκάλους της εποχής τους. Πάραυτα και οι τρεις, διαθέτουν τις περιουσίες τους εξολοκλήρου στην ανακούφιση του πάσχοντος ανθρώπου. Αυτό είναι τελικά το μεγάλο μυστικό! Το να μπορείς να ποιήσεις και όχι μόνον να διδάξεις τους ανθρώπους![13] Πόσο διαφορετικός θα ήταν πραγματικά ο κόσμος μας, εάν όλοι όσοι θέλησαν στο πέρασμα των χρόνων να μιλήσουν περί κοινωνικής δικαιοσύνης, μιμούνταν τους τρεις αυτούς κορυφαίους της Εκκλησίας Πατέρες και Διδασκάλους!
Αντιλαμβανόμεθα λοιπόν, πως η βάση της διατάραξης της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης είναι ο πλούτος και η συνεπαγόμενη σε αυτόν ανθρώπινη πλεονεξία την οποίαν κατά κόρον στηλιτεύουν οι Άγιοι Πατέρες. Όμως, υπάρχουν και άλλες παράμετροι οι οποίες και εκφράστηκαν ως κοινωνικά φαινόμενα , όπως η δουλεία επί παραδείγματι ή η εκμετάλλευση της γυναίκας φαινόμενα που δυστυχώς, δεν έχουν εκλείψει μέχρι σήμερα. Τότε, υπήρχε μια τρόπον τινά δικαιολογία μιας και η έννοια του πολιτισμού περιοριζόταν σε τοπικές κοινωνίες. Σήμερα όμως, καθώς βαδίζουμε ήδη τον 21ο αιώνα μετά Χριστόν, σήμερα που η έννοια της ελευθερίας του προσώπου, της σκέψεως και του λόγου υποτίθεται πως αποτελούν αγαθά που η ανθρωπότητα προασπίζεται, πως μπορούν να δικαιολογηθούν παρόμοιες καταστάσεις με αυτές των πρώτων αιώνων;
Νομίζω λοιπόν, πως έφθασε η ώρα να επισφραγίσουμε την κατάθεση των σκέψεων αυτών με τον ανεπανάληπτο και τρίτο χρονολογικά της τριαδικής χορείας Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον άνθρωπο που μίλησε όσο κανείς άλλος περί κοινωνικής δικαιοσύνης, τον άνθρωπο που οραματίστηκε έναν κόσμο διαφορετικό, που τον περιέγραψε μέσα από τα απαράμιλλα σε τέχνη και σοφία έργα Του, τον άνθρωπο που στάθηκε υπέρμαχος των αγαθών της ελευθερίας του προσώπου και της αξίας της ζωής.
Ο Ιερός Χρυσόστομος περί κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ένα φαινόμενο της εποχής του – αξεπέραστο μέχρι και σήμερα- υπήρξε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως ο ασυμβίβαστος αυτός Ιεράρχης, θέλησε να στηλιτεύσει την κοινωνική ανισότητα πρωτίστως μέσα στην ίδια την Εκκλησία! Δεν διστάζει λοιπόν, να στοχεύσει με την ρομφαία του λόγου Του, όταν ‘’ από τον πρώτο καιρό της εγκαταστάσεως του στον πρώτο και περίκλυτο θρόνο της Ανατολής, στρέφει ανήσυχο το βλέμμα στην μερίδα αυτών των κληρικών, των ‘’βαλαντιοσκόπων’’ κληρικών, όπως τους ονόμαζε, που τον νου και την καρδιά τους τα είχαν στο βαλάντιο, στο χρήμα[14].
Δεν μένει όμως μέχρι εκεί! Προχωρά ακόμη περισσότερο καθαιρώντας από την Αρχιερωσύνη όχι έναν αλλά έξι σιμωνιακούς Επισκόπους στην Σύνοδο της Εφέσου στην οποίαν και προεδρεύει, υπόθεση η οποία θα βλάψει τελικά τον Ιερό Χρυσόστομο[15] που προτιμά το συμφέρον της Εκκλησίας από το δικό του αλλά και αρνείται να φανεί ανακόλουθος σε όλα όσα με πάθος υποστηρίζει με την ζωή του! Μόνον εκ του προσώπου και των έργων του Ιερού Πατρός, μπορεί να αναπτυχθεί σε ξεχωριστή εισήγηση το ίδιον θέμα, δηλαδή περί κοινωνικής δικαιοσύνης!
Η έννοια ως ήδη αναφέραμε της κοινωνικής ανισότητος, ως θεμελιακή της βάση έχει τον πλούτο και την πλεονεξία! Δύο ακόμα γεγονότα από την ζωή του Ιερού Χρυσοστόμου που δείχνουν την ποιμαντική του ευαισθησία για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι και τα εξής. Το πρώτο, σχετίζεται με την Αυτοκράτειρα Ευδοξία η οποία βασιζομένη στην εξουσία της καθώς και σε παλαιό εθιμικό δίκαιο προσπάθησε να οικειοποιηθεί τον αμπελώνα μιας πτωχής χήρας της οποίας αποτελούσε και το μόνο πρόσοδο για την συντήρηση της οικογενείας της. Έτσι λοιπόν και γνωρίζοντας η πτωχή αυτή γυναίκα την δύναμη της εξουσίας, ‘’ζήτησε την συμπαράσταση του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος επενέβη επανειλημμένα στην Ευδοξία, με αποτέλεσμα την οργή της’’[16].
Το δεύτερο γεγονός, που επισυμβαίνει την ίδια περίοδο και προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση των πλουσίων γαιοκτημόνων, είναι όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης, ξεκίνησε να κτίζει ένα λεπροκομείο έξω από την πόλη. Η θέσις όπου είχε καθοριστεί για την πραγμάτωση του μεγάλου και ιερού αυτού έργου, ‘’γειτνίαζε με ιδιοκτησίες γαιοκτημόνων, οι οποίοι έβλεπαν να μειώνεται η αξία των κτημάτων τους, λόγος αρκετός για να προστεθούν και αυτοί στους εχθρούς του Χρυσοστόμου!’’[17]
Υψώνει την φωνή του προασπιζόμενος την θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία ανθρώπων που ανδροκρατείται! Μιλά για τα δικαιώματα της γυναίκας όταν η ιδέα του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος ήταν ανύπαρκτη! Χαρακτηρίζει την σύζυγο, ‘’ συνοδοιπόρο και σύντροφο της ζωής και ελεύθερη και ισότιμη’’ με τον άνδρα και μάλιστα δεν διστάζει να εγκαλέσει δημόσια τους συζύγους που απατούν τις γυναίκες τους[18]! Διατρανώνει την ισότητα μεταξύ άνδρα και γυναίκας, ελέγχει τους άνδρες όταν χειροδικούν προς αυτάς και τέλος τους προσκαλεί να δείχνουν μιαν κάποια ανοχή στα τυχόν ελαττώματα των γυναικών[19].
Χαρακτηρίζει τον θεσμό της δουλείας ως κατάσταση που εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού και αναγνωρίζει την δυσκολία που έχουν οι άνθρωποι ώστε να καταργήσουν τον θεσμό ή και να μειώσουν τον αριθμό των δούλων, θεωρώντας ο ίδιος πως γίνεται φορτικός απέναντι τους με το να τους το επαναλαμβάνει[20]. Μάλιστα, προσκαλεί τους Χριστιανούς να αγοράσουν δούλους, ώστε στην συνέχεια να τους χαρίσουν την ελευθερία τους[21]! Δηλαδή, ζητά από όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξαγοράσουν από τους εμπόρους όσους δούλους μπορούν, όχι για να τους υπηρετούν, αλλά για να τους εξασφαλίσουν οι ίδιοι στην συνέχεια την ελευθερία τους, αφού πρώτα τους μορφώσουν διδάσκοντας τους τέχνες ώστε να είναι αυτάρκεις και να απολαύσουν την δωρεά της ελευθερίας τους!
Νομίζω λοιπόν πως κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω. Διότι, αν μέχρι στιγμής δεν σας κούρασα, ασφαλώς και δεν επιθυμώ να το πράξω. Κλείνοντας θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας γιατί με προκάλεσε να ερευνήσω, προσκαλώντας με ταυτόχρονα να απευθυνθώ στην αγάπη σας. Πιστεύοντας πως χωρίς να εξαντλήσω το μεγάλο αυτό θέμα απλώς προσεπάθησα, θερμώς σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.