Τό αἰώνιο πρόβλημα… ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Στόν τίτλο τοῦ παρόντος ἄρθρου μας μέ τούς γνωστούς ὅρους Ἐκκλησία καί Πολιτεία νά κυριαρχοῦν, ὑπονοοῦνται κυρίως οἱ ἐπί κεφαλῆς τῶν δύο θεσμῶν καί οἱ σχέσεις μεταξύ των. Οἱ ἐκκλησιαστικοί καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες. Ἀπό αὐτούς καθορίζονται κατά καιρούς οἱ ὑπόψη σχέσεις. Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν ἱστορία τοῦ θέματός μας, ἀπό αὐτούς, καί προπάντων «ἄσχετους ἡγέτες», θά προκύψουν οἱ δύο κύριες μορφές τῶν ἀκραίων σχέσεων μεταξύ τους, ὁ Καισαροπαπισμός καί ὁ Παποκαισαρισμός. Συγκεκριμένα. Ὅταν οἱ πολιτικοί ἄρχοντες ἀπό ἄγνοια ἤ καιροσκοπισμό ἤ θρησκευτικές προκαταλήψεις ἤ ἀπό ἀχαλίνωτη φιλοδοξία ἐπιθυμοῦν νά ἔχουν κάτω ἀπό τό σκῆπτρο των καί τήν Ἐκκλησία τότε γεννιέται ἐκεῖνο τό ἔκτρωμα, πού ὀνομάζεται Καισαροπαπισμός καί ὅταν πάλι ἀπό ἄγνοια καί ἀπό ἀσυγχώρητη κενοδοξία οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες θέλουν νά διαχειρίζονται καί τό ξίφος τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, τότε προκύπτει τό ἄλλο ἔκτρωμα, πού λέγεται Παποκαισαρισμός.
Ἔτσι καί ἀπό αὐτήν τή γενικότατη καί ἐπιγραμματική θεώρηση τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ φαινομένου συμπεραίνουμε ἀρχικά, ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐξαρτῶνται κατά μέγα μέρος ἀπό τήν γνώση καί ἀπό τά πρόσωπα, πού ἐκπροσωποῦνται. Σκιωδῶς, στήν πρωταρχική μορφή του, τό συμπέρασμα μας αὐτό τό βλέπουμε νά ἐμφανίζεται, ὅταν τό έν λόγω πρόβλημα, θά λέγαμε γιά πρώτη φορά παρουσιάσθηκε μπροστά στόν Ἴδιο τόν Κύριό μας. Τότε τήν Πολιτεία ἀντιπροσώπευε ἡ κραταιά ἀκόμη Ρωμαική ἐξουσία καί τήν Ἐκκλησία αὐτός ὁ θεῖος Ἱδρυτής της. Ἕνα δέ πρᾶγμα, ἀνάμεσα στά ἄλλα, πού ἔφερνε τούς δύο θεσμούς σέ κάποια σχέση μεταξύ τους, ἦταν ἡ φορολογία. Καί τό πρόβλημα ἐδῶ ἦταν τό ἑξῆς: Ἡ Πολιτεία μέ τά ὄργανά της ἀπαιτοῦσε φόρο ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τί ἔπρεπε τότε νά πράξει ἡ Ἐκκλησία; (τήν ὁποία ἀντιπροσώπευε ἡ Συναγωγή). Νά καταβάλει τό φόρο, δηλαδή νά πειθαρχήσει στήν Πολιτεία ἤ νά ἀρνηθεῖ; Τό πρῶτο αὐτό, ἀλλά τόσο οὐσιῶδες μεταξύ των πρόβλημα, κλήθηκε νά τό ἐπιλύσει ὁ πλέον ἁρμόδιος. Αὐτός πού ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία. (Μία πρώιμη μορφή Ἐκκλησίας, ἄγνωστη στούς πολλούς, ἀποτελοῦσε τότε ὁ Θεάνθρωπος καί οἱ πρῶτοι γύρω Του μαθητές).
Γράφοντας αὐτά ἔχουμε κατά νοῦν ἐκεῖνο τό περιστατικό ἀπό τήν Εὐαγγελική μας Ἱστορία, ὅπου περιγράφεται ἡ σκηνή, ὅταν μερικοί ἀπό τούς γραμματεῖς θέλοντας νά περιπλέξουν τόν Ἰησοῦ Χριστό σέ θέματα πολιτικά, τόν ρώτησαν ὑποκριτικά, ἐάν πρέπει νά δίνουν φόρο ἤ ὄχι. «ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἤ οὐ» (Ματθ.22,17). Τότε ὁ καρδιογνώστης Κύριος, “γνούς τήν πονηρίαν αὐτῶν” ζήτησε νά Τοῦ δείξουν ἕνα νόμισμα ρωτώντας τους συγχρόνως, τό νόμισμα, τό δηνάριον πού κρατοῦσαν στά χέρια τους, ποιανού εἰκόνα φέρει καί ποιά ἐπιγραφή ἔχει. Τότε οἱ συνομιλητές Του ἀπάντησαν, ὅτι ἡ εἰκόνα ἡ χαραγμένη ἐπάνω στό νόμισμα εἶναι τοῦ Καίσαρος, τοῦ ρωμαίου αὐτοκράτορος. Καί ἀφοῦ τό παραδέχθηκαν αὐτό οἱ φαρισαῖοι τούς εἶπε ἐκεῖνο τό πασίγνωστο λόγιο: «ἀπόδοτε οὖν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῶ» (Ματθ.22,21).
Ἑπομένως θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἀπό ἐκείνη τή μακαρία στιγμή οἱ ρόλοι σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῶν δύο κορυφαίων της κοινωνίας μας θεσμῶν, Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἔγιναν ὅ,τι ἐπικαλοῦνται μέ ὕφος ἐπικριτικό καί ἀπειλητικό συνάμα, κατά κόρον μερικοί στίς ἡμέρες μας, ρόλοι διακριτοί. Δηλαδή τό πεδίο δράσεως κάθε θεσμοῦ εἶναι αὐστηρά θά λέγαμε καθορισμένο. Καί θά προσθέταμε: Δέν εἶναι σωστό, οὔτε εἶναι ἐπιτρεπτό, ὁ ἕνας νά εἰσχωρεῖ ὕπουλα στό πεδίο τοῦ ἄλλου. Ἡ ἰδέα αὐτή, πού ἄρχισε νά διαμορφώνεται μέ ἀφορμή καί ἀφετηρία τά θεικά λόγια «τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῶ», πῆρε τήν τελική καί ὁριστική καί τήν τελειότερη μορφή της κατά τήν διάρκεια τοῦ χριστιανικοῦ Πολιτεύματος τοῦ Βυζαντίου. Τότε, ἐκτός ἐλαχίστων παρεκκλίσεων, σφυρηλατήθηκαν οἱ πιό ἀρραγεῖς καί ὡραῖοι δεσμοί Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅταν μάλιστα διέπρεπαν στίς κορυφές των μεγάλοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι καί εὐσεβεῖς βασιλεῖς. Τότε ὁρίμασε τό σύστημα τῆς λεγόμενης συναλληλίας, τῆς παράλληλης καί γόνιμης πορείας καί συνεργασίας Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Τότε, ὑπό τό φῶς τό ἀνέσπερο καί εὐεργετικό τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, οἱ δύο θεσμοί θεώρησαν, ἐκτίμησαν καί ἀνέλαβαν τό ἔργο τους ὡς διακονία ἀγάπης καί ἀνύστακτης χωρίς ταπεινά ἐλατήρια καί συμφέροντα μέριμνας ὑπέρ τοῦ λαοῦ. Ἡ μέν Ἐκκλησία ὡς διακονία θυσιαστική τῆς “ψυχῆς” τοῦ λαοῦ, ἡ δέ Πολιτεία ὡς πρόθυμη, ἀφιλοκερδής διακονία τοῦ “σώματος” τοῦ λαοῦ. Ἡ μέν νά φροντίζει γιά ὅλες τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, ἡ δέ νά ἐνδιαφέρεται γιά τίς παντοειδεῖς ὑλικές του ἀνάγκες.
Βέβαια ἀργότερα ἄλλαξαν τά πράγματα. Ἡ χιλιετής καί ἔνδοξη Βυζαντινή αὐτοκρατορία ἔφθασε κάποτε δραματικά στό ἱστορικό της τέλος. Ἀκολούθησε ἡ φοβερή, ἀπεχθής δουλεία στόν ξένο τύραννο καί δυνάστη. Καί μετά τήν ἀπελευθέρωσή του τό ἔθνος μας ἀπό τήν μακροχρόνια δουλεία καί τήν στοιχειώδη πολιτική του συγκρότηση, δέχθηκε ὁρμητικά τά πολιτιστικά ρεύματα ἀπό τήν Δύση, νέες ἰδέες, πού γέννησε κυρίως ὁ κατ’ εὐφημισμόν Διαφωτισμός καί ἡ περιβόητη Γαλλική ἐπανάσταση, ἰδέες πολιτικές, κατά τό πλεῖστον χωρίς τό χρῶμα, χωρίς τό ἄρωμα, χωρίς τή θέρμη καί τή λάμψη τοῦ Εὐαγγελίου. Κάποτε μάλιστα ἰδέες πού εἶχαν σάν βάση τήν ἀθεία, τήν ἀπιστία, τό ἄσπονδο μῖσος κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀπό αὐτές μολύνθηκαν καί οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Καί τό περίμενε κάποιος αὐτό τό ἀποτέλεσμα, ὅταν πιά δέν θά εἴχαμε ἡγέτες στήν κορυφή τῆς Πολιτείας πού νά ἐμπνέονταν ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου ἤ ἀπό τόν πατροπαράδοτο σεβασμό καί ἐκτίμηση πρός τήν Ἐκκλησία. Ἕναν εἴχαμε ἀπό τόν Θεό σταλμένο, σάν νέο Μωυσῆ, καί τόν ἐξοντώσαμε πρίν νά τελειώσει τό μεγαλειῶδες ἐθνικό του ἔργο. Τόν ἀείμνηστο Ἰωάννη Καποδίστρια! Καί τό ἀποτέλεσμα αὐτό, πού προῆλθε ἀπό τήν μόλυνση τῶν ὡραίων πολιτειακών ἀπόψεων τοῦ ἔνδοξου Βυζαντίου, τό ἐλάχιστα εὐχάριστο καί ἱκανοποιητικό, θά τό ἐξέφραζαν ἀργότερα μέ κάπως χυδαῖο τρόπο ὅσοι μιλοῦσαν γιά «τσανάκια», δικά μας καί δικά τους, πού κατά τήν ἄθλια καί ἀποκρουστική γνώμη τους ἔπρεπε νά χωρίσουν. Καί στίς ἡμέρες μας, συνέχεια θλιβερή τοῦ πρόσφατου παρελθόντος, ἀπό ὁμόφρονες των θά ἐπαναλαμβάνεται κατά κόρον, σέ ρυθμό ἐκνευριστικό, τό λαικίστικο σύνθημα χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, χωρίς ποτέ νά μᾶς δηλώσουν καθαρά, αὐτοί πού ζητοῦν τόν χωρισμό, τί ἑνώνει τούς δύο θεσμούς καί τί θά πρέπει νά φύγει ἀπό αὐτήν τήν ἕνωση, τήν ὁποίαν ἀμαθῶς καί διακαῶς ἐπιδιώκουν νά διαλύσουν.
Ὥστε τό δῆθεν πρόβλημα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἤδη ἀπό αἰῶνες λυμένο, εἶναι θαυμάσια τακτοποιημένο ἀπό τόν Ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας καί κατόπιν ἀπό τούς Ἀποστόλους Του καί τούς διαδόχους των Ἁγίους Πατέρες καί Διδασκάλους μέ τόν πιό ἐπίσημο μάλιστα τρόπο στή διάρκεια Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί κυρίως ἐπικυρωμένο στήν πράξη, μέσα στή ζωή τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Πότε θά ἀνακύπτει ξαφνικά, προκλητικά τό πρόβλημα αὐτό; Ὅταν οἱ θῶκοι τῆς Πολιτείας θά κατέχονται ἀπό ἀνθρώπους ἀμαθεῖς καί ἀνιστόρητους καί τό πιό χειρότερο, φανατικούς, ἐμπαθεῖς, ἄσπονδους καί αξιολύπητους ἐχθρούς του Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Κύριο ἄρθρο “ΑΜΒΩΝ ΠΑΓΓΑΙΟΥ” Tεύχος 61
Τοῦ Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ