Νέα

Η Θρησκευτικότης του Παύλου Μελά

Λίγα άνθη στους ήρωες του Μακεδονικού αγώνος

Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ (1)

(1870-1904)

(Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Χρυσοστόμου)

Ο Παύλος Μελάς είναι γνωστός κυρίως ως ο κεντρικώτερος και αγνότερος ήρως του νεωτέρου και ενδόξου έπους της φυλής μας, του Μακεδονικού αγώνος. Είναι γνωστός ως ο άλκιμος εκείνος και ευσταλής ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού, εκλεκτός βλαστός ευγενούς οικογενείας των Αθηνών, ο οποίος εις τας αρχάς του αιώνος μας ηγήθη αληθούς σταυροφορίας μετ’ άλλων πατριωτών εκ Μακεδονίας και αλλαχού, δια να φυλάξη αμόλυντον και ακεραίαν την δεινοπαθούσαν ελληνικήν ψυχήν, εκ της νέας και ιταμούς βαρβαρικής επιδρομής των Βουλγάρων. Ολίγοι όμως γνωρίζουν το εσωτερικόν του μεγαλείον, την μεγάλην του ψυχήν, την αξιοθαύμαστον και αρτίαν ιδεολογικήν του συγκρότησιν. Αυτού του ψυχικού μεγαλείου η ωραιοτέρα έκφανσις είναι η θρησκευτικότης του, η βαθεία και ακλόνητος θρησκευτική του πίστις. Επίστευεν ο Παύλος Μελάς, και περί αυτής της πίστεώς του θα διαλάβη το παρόν άρθρον, δια να ερμηνεύση κατά τον καλύτερον τρόπον την μεγάλην χάριν της Πατρίδος θυσίαν του. Διότι θυσία ήτο να εγκαταλείψη την άνετον και ευχάριστον οικογενειακήν ζωήν εντός ενός κοσμοπολίτικου περιβάλλοντος, το οποίον εδημιούργει η αριστοκρατική του καταγωγή. Θυσία ήτο να εγκαταλείψη μόνην την αγαπητήν του σύζυγον και τα δύο προσφιλή του τέκνα, προς τα οποία έτρεφε τόσον τρυφερόν αίσθημα εις την λεπτήν του καρδίαν, και αντί τούτων να καταστήση οικίαν του τα απρόσιτα όρη και τα δύσβατα χωρία της Μακεδονίας, υπό δυσμενεστάτας καιρικάς συνθήκας και αθλίους όρους διαβιώσεως.

Πόθεν δε μανθάνομεν περί της θρησκευτικότητός του; Τας πληροφορίας αυτάς αντλούμεν από τας επιστολάς του, όπως εδημοσιεύθησαν αργότερον συμπεριληφθείσαι μετ’ άλλων πληροφοριακών στοιχείων εις την υπό της συζύγου του Ναταλίας εκδοθείσαν βιογραφίαν του ανδρός. Τας επιστολάς αυτάς, οι οποίαι καταλαμβάνουν το μεγαλύτερον μέρος του βιβλίου, έγραψεν από διάφορα μέρη, κυρίως της Μακεδονίας, όταν εστάθμευε κατά τας μακράς και κοπιώδεις πορείας του. Είναι γραμμέναι με τόσην χάριν και λεπτότητα ύφους, μαρτυρούσαι καλλιεργημένην σκέψιν και καρδίαν, ώστε νομίζει τις ότι εγράφησαν εις την ήσυχον ατμόσφαιραν ενός γραφείου από δόκιμον λογοτεχνικόν κάλαμον, και όχι από ένα ανθυπολοχαγόν κατάκοπον από τη συνεχή οδοιπορίαν, με πρησμένα πόδια και ενίοτε κάτω από την κάπαν υπό καταρρακτώδη βροχήν. Εκεί διακρίνομεν και θαυμάζομεν μίαν γενναίαν ψυχήν, ηρωικήν, ευωδιάζουσαν από ευγενή και ανώτερα αισθήματα. Αυτό ακριβώς απετέλεσε και το βασικώτερον κίνητρον δια να εκδώσει τας επιστολάς αυτάς η σύζυγός του Ναταλία Μελά. Η ίδια γράφει εις τον πρόλογον τον προτασσόμενον εις την έκδοσιν του 1926. Το «βιβλίο αυτό, που γράφτηκε από τον πόθο να ξαναφέρη στη ζωή τον Παύλο Μελά, έχει πολλά ιδιωτικά του γράμματα και αρκετές λεπτομέρειες, για να ιδή ο καθένας πως πραγματικά ήταν αυτός και η ζωή του. Έτσι θα βοηθήση ίσως να ξαναβρή ο αναγνώστης το ηρωϊκό, που, λίγο πολύ, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του, όποιος και να είναι» (σελ.15). Οι αριθμοί παραπέμπουν εις την έκδοσιν του 1964. Ν. Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1964).

Ο αγών του Παύλου Μελά ήτο ιερός. Με την συναίσθησιν αυτήν εγκατέλειψε την οικογενειακήν θαλπωρήν εις τας Αθήνας και ερρίφθη εις τας περιπετείας ενός ανταρτοπολέμου ανά τα μακεδονικά όρη. Εις το ημερολόγιόν του υπό ημερομηνίαν  7 Σεπτεμβρίου 1904 γράφει ότι σενεκέντρωσε τους άνδρας του και αφού εζήτησε να ευχαριστήσουν τον Θεόν δια την μέχρι τότε προς αυτούς βοήθειάν του τους είπεν ότι «βάσιν του πολέμου τον οποίον ανελάβομεν θα έχωμεν την θρησκείαν». Τοιουτοτρόπως κατά τον καλύτερον τρόπον κατηξίωσε το έργον του, έργον υψηλής πατριωτικής πνοής, αρχίσας και περατώσας τούτο υπό το φως της θρησκείας. Επεξηγεί δε κατωτέρω την ιεράν του αυτήν πρόθεσιν γράφων, ότι «εναντίον αυτής (δηλαδή της θρησκείας) επιτίθενται οι Βούλγαροι» (Αυτόθι).

Βάσις του αγώνος του λοιπόν η θρησκεία. Και τούτο, διότι επίστευε βαθέως εις τον Θεόν. Επίστευεν όχι θεωρητικώς η με απλήν παιδικήν πίστιν, αλλά με ζώσαν πίστιν, η οποία κατηύθυνε τον ρουν της ζωής του και διεπότιζεν ολόκληρον την ευγενή του ύπαρξιν, τας σκέψεις και τα συναισθήματά του. Πλήρης πεποιθήσεως γράφει από την Λάρισαν προς την σύζυγόν του «Είμαι βέβαιος ότι με την θέλησιν του Θεού θα παν όλα καλά» (σελ. 97). Εις δε τον πατέρα του Μιχαήλ Μελάν, εξαίρετον προσωπικότητα της εποχής εκείνης, ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος Αθηναίων, γράφει την 20ην Απριλίου του ιδίου έτους «ότι ο Θεός δεν θα ήθελε να καταστραφή ο λαός, ο κλαίων κατά την ημέραν εκείνην (εννοεί την Μ. Παρασκευήν) τον θάνατον του Υιού του» Αλλαχού επίσης, οιονεί εξομολογούμενος, γράφει προς την σύζυγόν του Ναταλίαν, ότι «ουδέποτε, σε βεβαιώ, επίστευσα τόσον εις την θείαν Πρόνοιαν, όσον χθες την νύκτα». Και συνεχίζει: «Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι με όλην την ψυχήν μας ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας» (σελ. 214- 215).

Εις άλλην επιστολήν του, αναφερόμενος εις το Έθνος και την θείαν πρόνοιαν, διακηρύσσει ότι εις αυτήν την πίστιν οφείλει η έως της εποχής του ελευθερωθείσα Ελλάς την ελευθερίαν της και μόνον δι’ αυτής θα επετύγχανε την λύτρωσίν της και η υπόλοιπος. Ούτω γράφει «Χάρις εις αυτήν (εννοεί την θρησκείαν) ελυτρώθη και θα λυτρωθή καθ’ ολοκληρίαν ο τόπος μας» (σελ. 97).

Η πίστις του αυτή, η βάσις και το θεμέλιον του αγώνος του, δεν ήτο ακόμη νεφελώδης και απροσδιόριστος, αλλά μας παρουσιάζεται εις τινα σημεία των επιστολών του ως αγάπη και φλογερόν αίσθημα λατρείας προς τον Ιησούν Χριστόν. Κάποιαν ημέραν μετά την θείαν Μετάληψιν εσημείωνε προς την σύζυγόν του τα εξής χαρακτηριστικά. «Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο σ’ Εκείνον, ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος της θυσίας του, το μέγεθος της αποστολής Του μ’ έκαμναν να αισθάνωμαι πόσον μικρός και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά και συγχρόνως μ’ ενεθάρρυναν. Πάντοτε τον ελάτρευσα δια την θρησκείαν Του και τον εθαύμασα δια την θυσίαν του! Ελπίζω να μας βοηθήση. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος, έτοιμος δια να κάμω τα πάντα» (σελ. 331).

Δι’ αυτήν την φλογεράν του αγάπην προς τον Χριστόν και τον ανυπόκριτον θαυμασμόν του προς το πρόσωπον του Κυρίου εφρόντιζεν επιμελώς μεταξύ των συντρόφων του να μη ακουσθή η παραμικρά προς τα θεία βλασφημία. Η πειθαρχία επί των ανδρών του εξικνείτο σχολαστικώς μέχρι των θρησκευτικών των καθηκόντων. Και πολύ δικαίως. Ταύτα μανθάνομεν από το προσωπικόν του ημερολόγιον υπό ημερομηνίαν 7 Σεπτεμβρίου 1904, εις το οποίον εσημείωνεν «Ένεκα τούτου ηξίωσα να τηρούν ευλαβώς τα παραγγέλματα της θρησκείας μας, να μη βλασφημούν κ.λ.π.» (σελ. 368).

Αξιοσημείωτος επίσης τυγχάνει και η πίστις του εις την μετά θάνατον ζωήν, όπως διαφαίνεται εις τας ακολούθους γραμμάς του σημειωματαρίου του υπό ημερομηνίαν 14 Φεβρουαρίου 1904. Γράφει «Εκείθεν με την άμαξαν πηγαίνω εις το νεκροταφείον εις του πατρός μου το μνήμα. Κάθομαι ολίγην ώραν παρά τον τάφον του. Αισθάνομαι την ψυχήν του πολύ κοντά μου. Ενθυμούμαι με πόσην φωτιά αγαπούσε αυτός την πατρίδα, ενθυμούμαι ότι ωρκίσθην επί του φερέτρου του ν’ αποθάνω εν ανάγκη υπέρ αυτής, ενθυμούμαι πόσον μας ελάτρευε και πόσον υπέφερε δια την καταστροφήν του 1987. Όλαι αυταί αι σκέψεις με δίδουν θάρρος και επαναφέρουν ολίγην γαλήνην εις την ψυχήν μου διότι σκέπτομαι ότι και αν φονευθώ, θα επανεύρω την ψυχήν του αγίου εκείνου ανθρώπου» (σελ. 191-192).

Ίσως εκ των ανωτέρω εκτεθέντων να εφάνη ότι ο Παύλος Μελάς ήτο απλώς εις ιδεολόγος χριστιανός, πιστός εις τα δόγματα της πατρώας θρησκείας και γοητευμένος από την υψηλήν της ηθικήν. Και όμως η πίστις του εξεδηλούτο όχι μόνον δι’ ευγενών και ωραίων πράξεων ηθικού χαρακτήρος αλλά και δια της συμμετοχής του εις αυτήν την λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας. Τα ήθη και τα έθιμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της λατρευτικής της ζωής δεν του ήσαν άγνωστα. Η ευλάβειά του ενταύθα έχει τι το αξιοθαύμαστον, υπενθυμίζουσα την παραπλήσιον ευλάβειαν των ηρώων του ’21. Ο πρωτεργάτης του Μακεδονικού έπους ιδιαιτέρως ηυχαριστείτο να ευρίσκεται εντός του ναού. Εις μίαν επιστολήν του, απευθυνομένην προς την σύζυγόν του, δια πολλών διεκτραγωδεί τα των εκκλησιών του Τυρνάβου, περιγράφων την αθλίαν τότε κατάστασίν των, ένεκα της βαρβαρικής επιδρομής, συνιστά δε θερμώς να παραμένουν ούτως ημικατεστρεμμέναι, αδιόρθωτοι, δια να υπενθυμίζουν εις τους επιγινομένους την ατίμωσιν της φυλής. Γράφει: «Δεν υπάρχει καμμία εικών του Χριστού με τους οφθαλμούς αβλαβείς πολλάκις μάλιστα, μη αρκούμενοι εις το να αποξέσουν το χρώμα, οι Τούρκοι διετρύπησαν και αυτό το ξύλον και τότε αι εικόνες παρουσιάζουν φρικτόν και απαίσιον θέαμα. Συνεστήσαμε θερμότατα εις όλους τους ιερείς και επιτρόπους των εκκλησιών να μη επιδιορθώσουν τας εικόνας αυτάς, ακόμη δ’ ολιγώτερον να τας ακτικαταστήσουν δι’ άλλων, όπως αν είναι δυνατόν η θέα των υπενθυμίζη πάντοτε και εις ημάς και την ερχομένην γενεάν την ύβριν και την ατίμωσιν τας οποίας υπέστημεν…». Και ενώ η συγκίνησίς του αυξάνει και θερμότατα αισθήματα πυρπολούν την καρδίαν του, γράφει «Φαντάσου την Μεγ. Πέμπτην, κατά την κατανυκτικωτέραν των θρησκευτικών μας τελετών, την στιγμήν εκείνην καθ’ ην και οι πλέον ελευθερόφρονες αισθάνονται κάτι μέσα εις την καρδίαν τους, φαντάσου τι θα αισθανθούν οι χριστιανοί όταν ιδούν τον Εσταυρωμένον χωρίς μάτια και με σπασμένον τον ένα των βραχιόνων» (σελ. 162).

Αλλού πάλιν με πόθον γράφει ότι μεταβαίνει εις τον ναόν δια να παρακολουθήσει τας ιεράς ακολουθίας. Γράφει εις τον πατέρα του Μιχαήλ Μελάν την 20ην Απριλίου 1897 από τα Φάρσαλα «Ήμεθα όλοι ευχαριστημένοι και εγώ, ζητήσας την άδειαν, μετέβην εις τας 7 ½ μ.μ. εις τον Άγιον Νικόλαον ν’ ακούσω την Ακολουθίαν του Επιταφίου» (σελ.102). Εις δε το ημερολόγιον του την 14ην Μαρτίου χαράσσει τας εξής γραμμάς εν όψει της Μεγάλης Εβδομάδος «Την ερχομένην εβδομάδα θα έχωμεν Μεγάλην Εβδομάδα. Είναι η πρώτη (από του ’97) που διέρχομαι μακράν σας. Δεν γνωρίζω που θα ακολουθήσωμεν τας λειτουργίας της. Αλλ’ οπωσδήποτε θα παρευρεθώμεν αφεύκτως. Την Μ. Παρασκευήν γνώριζε ότι κατά την ακολουθίαν ολοψύχως θα σας σκέπτωμαι και θα προσεύχωμαι δι’ όλους σας και δια την επιτυχίαν μας» (σελ. 233).

Ελλιπής θα ήτο η εικών της θρησκευτικότητός του, εάν εξ ίσου προς τον ζήλον του να εκκλησιάζεται και να συμμετέχη εις την θείαν λατρείαν δεν ανεφέραμεν και ότι εκοινώνει τακτικώς των Αχράντων Μυστηρίων. Συχνά, ως αποδεικνύεται εκ των επιστολών του, ο υπέροχος εκείνος ανήρ επλησίαζε το Ποτήριον της Ζωής, δια να λάβη ζωήν και δύναμιν εις τον σκληρόν και επίπονον αγώνα του. Ούτω γράφει από το μοναστήρι της Μερίτσας την 27ην Αυγούστου 1904 «Χθες, όταν ετελείωσα το γράμμα μου, επήγα εις την εκκλησίαν της μονής με τους άνδρας μου. Είναι παλαιοτάτη, βυζαντινή. Οι τοίχοι κατάμαυροι σχεδόν σκεπασμένοι με εικόνας αγίων φωτίζεται μόνον από έναν μικρόν παράθυρον επάνω εις την αυλήν της μονής. Ακούσαμεν τον Εσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβε ο γέρων χωρικός ιερεύς της Μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα» (σελ. 331). Και αλλαχού, απευθυνόμενος προς την σύζυγόν του, την παρακαλεί εις την επιστολήν του να ειπή εις την μητέρα του ότι μετέλαβα και ότι η συνείδησίς μου είναι ήσυχη» και εν συνεχεία εν συμπεράσματι γράφει «Τι τα θέλεις, η θρησκεία μας δίδει πολλήν παρηγορίαν και θάρρος» (σελ. 97).

Πράγματι. Εις τας μεγάλας δυσχερείας, τας οποίας κατά την διάρκειαν του επικού του αγώνος συνήντησε, δυσχερείας εκ της φύσεως, εκ των ανθρώπων και εκ των συνεργατών του, θάρρος και παρηγορίαν ήντλει εκ της θρησκείας, την οποίαν κατέστησε βάσιν του αγώνος του. Παρηγορείτο δια της πίστεως, δια της προσευχής, της κατ’ ιδίαν και κατά την θείαν λατρείαν, και δια της θείας κοινωνίας. Ταύτα ήσαν δι’ αυτόν τα καλύτερα και αποτελεσματικώτερα όπλα.

Δια της όλης πολιτείας του εδίδαξε τας μελλούσας γενεάς, και δη τους μέλλοντας συναδέλφους του εις τα τάξεις του στρατού, πόσον ωραία δύναται να συνδυασθή το άλλως τραχύ έργον των μετά της ακριβούς τηρήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και πόσον τούτο τελεσφορεί δια του τοιούτου συνδυασμού. Ο ήρως Παύλος Μελάς ανεδείχθη και εκυριάρχησεν εις τα καρδίας των Ελλήνων ως η ευγενεστέρα και πατριωτικωτέρα μορφή των νεωτέρων χρόνων, διότι εμιμήθη το παράδειγμα των προγόνων του, των ηρώων του 1821, οι οποίοι, ως και αυτός, ερρίφθησαν εις τον άνισον εκείνον δια την ελευθερίαν αγώνα με μοναδικόν εφόδιον την κραταιάν και ακλόνητον πίστιν των εις τον Θεόν. Και ούτως, ενώ επί αιώνα σχεδόν τώρα σελαγίζει ως αστήρ πρώτου μεγέθους εις τον πάνθεον των ηρώων της φυλής μας, αναζητεί πάντοτε, και σήμερον, μιμητάς της θυσίας του, μιμητάς του υπερόχου συνδυασμού της φιλοπατρίας προς την ευσέβειαν, μιμητάς προ πάντων του θαυμασμού και της λατρείας του προς τον Χριστόν.

Δημοσιεύθηκε το πρώτον στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης

«Σάλπιγξ Ορθοδοξίας» στο τεύχος 62 τον Οκτώβριο του 1973.

ΜΕΛΑΣ